εξεζητημένος

εξεζητημένος
η , ο[ν]
1) изысканный, утончённый;

εξεζητημένοι τρόποι — изысканные манеры;

2) утончённый, изощрённый;

εξεζητημένες μέθοδοι — изощрённые методы;

3) манерный, вычурный, замысловатый (о стиле и т. п.);

εξεζητημένες εκφράσεις — замысловатые выражения


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εξεζητημένος" в других словарях:

  • εξεζητημένος — η, ο (μτχ. παθ. παρακμ. τού εκζητώ) 1. ο επιτηδευμένος 2. ο προσποιητός, ο αφύσικος …   Dictionary of Greek

  • εξεζητημένος — η, ο επίρρ. α που γίνεται ή λέγεται με εκζήτηση, προσποιητός, αφύσικος: Εξεζητημένοι τρόποι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απερίεργος — ἀπερίεργος, ον (AM) 1. (για πρόσωπα κ. πράγματα) ο μη εξεζητημένος, απέριττος, λιτός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπερίεργον η απλότητα, η αφέλεια …   Dictionary of Greek

  • δασκαλισμός — ο 1. νοοτροπία ή συμπεριφορά που αρμόζει σε στενοκέφαλο ή σχολαστικό δάσκαλο 2. εξεζητημένος αρχαϊσμός στη γλώσσα, συχνά εσφαλμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (δι) δάσκαλος + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • εκβιάζω — (AM ἐκβιάζω) αναγκάζω με τη βία κάποιον να κάνει κάτι νεοελλ. 1. περνώ από έναν τόπο απωθώντας τον εχθρό («εκβιάζω τα στενά») 2. πετυχαίνω κάτι με εκβιαστικά μέσα («εκβιάζω τη μετάθεσή μου») 3. χρησιμοποιώ εκβιαστικά μέσα αρχ. 1. διώχνω,… …   Dictionary of Greek

  • εκζητώ — ( έω) (AM ἐκζητῶ) αναζητώ, ζητώ να βρω νεοελλ. 1. αναζητώ κάτι ασυνήθιστο για να τό χρησιμοποιήσω 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εξεζητημένος επιτηδευμένος, προσποιητός αρχ. μσν. επιθυμώ μσν. 1. παρακαλώ 2. επιδιώκω, γυρεύω αρχ. 1. ζητώ την απόδοση… …   Dictionary of Greek

  • επιτηδευμένος — η, ο (Α ἐπιτετηδευμένος, η, ον) (μτχ. παθ. παρακμ. τού επιτηδεύω ως επίθ.) νεοελλ. αυτός που γίνεται με επιτήδευση*, με εκζήτηση, προσποιητός, πλαστός, εξεζητημένος αρχ. επιμελής, επιδέξιος. επίρρ... επιτηδευμένα (Α ἐπιτηδευμένως) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • λεπτεπίλεπτος — η, ο (AM λεπτεπίλεπτος, ον) υπερβολικά λεπτός, ισχνός, λεπτότατος νεοελλ. 1. πολύ ευαίσθητος, ασκληραγώγητος, λεπτοφυής, ευπρόσβλητος σε ασθένειες 2. εξεζητημένος στους τρόπους, στην περιβολή και στην εμφάνιση ή σχολαστικός τηρητής τής… …   Dictionary of Greek

  • λεπτοκαμωμένος — η, ο 1. λεπτός, ισχνός, αδύνατος, λεπτεπίλεπτος 2. αυτός που έχει ασθενική κράση, φιλάσθενος 3. φτειαγμένος με λεπτότητα, λεπτοδουλεμένος 4. εξεζητημένος στους τρόπους και στην εμφάνιση …   Dictionary of Greek

  • σοφιστικέ — ο, η, το, Ν (άκλ. επίθ.) (ξεν. τ.) 1. επιτηδευμένος, εξεζητημένος 2. μυστηριώδης («σοφιστικέ ύφος») 3. (για συσκευή ή μηχάνημα) πολύπλοκος 4. (για πρόσ.) (με ειρων. σημ.) διανοούμενος, κουλτουριάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»